συγκολλητήρας

συγκολλητήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο
1) средство для склеивания, клей; 2) средство для пайки; олово, припой; 3) паяльник; сварочный аппарат

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συγκολλητήρας" в других словарях:

  • συγκολλητήρας — ο, Ν τεχνολ. τεχνικό μέσο ή εργαλείο με το οποίο γίνεται συγκόλληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκολλώ + επίθημα τήρας (πρβλ. κινη τήρας). Η λ., στον λόγιο τ. συγκολλητήρ, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»